- σόλδι
- και σολδί, το, Νβλ. σολδίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σολδίο — το / σολδίον, ΝΜ, και σόλδι και σολδί Ν νεοελλ. (κατά τον μεσαίωνα) χάλκινο ή ορειχάλκινο νόμισμα τού παλαιού γαλλικού νομισματικού συστήματος, που αντιστοιχούσε με το 1/20 τής λίβρας, ενώ μετά την καθιέρωση στη Γαλλία τού δεκαδικού συστήματος… … Dictionary of Greek